- τετεχνημένως
- τετεχνημένωςartificiallyindeclform (adverb)τεχνάομαιmake by artperf part mp masc acc pl (attic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετεχνημένως — Α επίρρ. με τέχνη, τεχνηέντως («ὠνομάσθη δὲ ἀπό τοῡ ἁπλῶς καὶ οὐ τετεχνημένως γεγενῆσθαι», Ετυμολογικόν Μέγα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετεχνημένος τού τεχνῶ «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek